φιδόγλωσσα

φιδόγλωσσα
η
1) змеиное жало; 2) злоязычный человек, змея

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φιδόγλωσσα" в других словарях:

  • φιδόγλωσσα — η 1. η γλώσσα του φιδιού. 2. μτφ., άνθρωπος κακόγλωσσος, που η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, ο φαρμακιάρης: Δε λέει καλή κουβέντα για κανένα, τέτοια φιδόγλωσσα είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιδόγλωσσα — η, Ν 1. η γλώσσα τού φιδιού 2. μτφ. φαρμακόγλωσσος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»